Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιθανός
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
πιλίδιον
View word page
πικραίνω
πικραίνω πικραίνω, πικρός to make sharp or bitter to the taste, NTest. metaph. in Pass. to be exasperated, foster bitter feelings, Plat., Theocr.
ShortDef
to make sharp
Debugging
Headword:
πικραίνω
Headword (normalized):
πικραίνω
Headword (normalized/stripped):
πικραινω
IDX:
26167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26197
Key:
pikrai/nw
Data
{'content': 'πικραίνω\n πικραίνω,\n πικρός\n to make sharp or bitter to the taste, NTest.\n metaph. in Pass. to be exasperated, foster bitter feelings, Plat., Theocr.', 'key': 'pikrai/nw'}