Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιθανολόγος
πιθανός
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πιλέω
View word page
πιθών
πιθών πῐθών, ῶνος, ὁ, πίθος a cellar, Anth.

ShortDef

a cellar

Debugging

Headword:
πιθών
Headword (normalized):
πιθών
Headword (normalized/stripped):
πιθων
IDX:
26166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26196
Key:
piqw/n1

Data

{'content': 'πιθών\n πῐθών, ῶνος, ὁ,\n πίθος\n a cellar, Anth.', 'key': 'piqw/n1'}