Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιθανολογία
πιθανολόγος
πιθανός
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
View word page
πίθων
πίθων πίθων, ονος, ὁ, a little ape, Babr.; of a flatterer, Pind.

ShortDef

a little ape

Debugging

Headword:
πίθων
Headword (normalized):
πίθων
Headword (normalized/stripped):
πιθων
IDX:
26165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26195
Key:
pi/qwn

Data

{'content': 'πίθων\n πίθων, ονος, ὁ,\n a little ape, Babr.; of a flatterer, Pind.', 'key': 'pi/qwn'}