Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πιήεις
πιθάκνη
πιθανολογέω
πιθανολογία
πιθανολόγος
πιθανός
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
View word page
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφαγέω πῐθηκο-φᾰγέω, fut. -ήσω φαγεῖν to eat apeʼs flesh, Hdt.
ShortDef
to eat ape's flesh
Debugging
Headword:
πιθηκοφαγέω
Headword (normalized):
πιθηκοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
πιθηκοφαγεω
IDX:
26162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26192
Key:
piqhkofage/w
Data
{'content': 'πιθηκοφαγέω\n πῐθηκο-φᾰγέω,\n fut. -ήσω\n φαγεῖν\n to eat apeʼs flesh, Hdt.', 'key': 'piqhkofage/w'}