Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πίεσμα
πιήεις
πιθάκνη
πιθανολογέω
πιθανολογία
πιθανολόγος
πιθανός
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
View word page
πίθηκος
πίθηκος πίθηκος (ῐ), Doric πίθᾱκος, ὁ, an ape, monkey, Ar.; as fem., πίθηκος μήτηρ Babr.:—of persons, an ape, jackanapes, Ar., Dem. deriv. uncertain

ShortDef

an ape, monkey

Debugging

Headword:
πίθηκος
Headword (normalized):
πίθηκος
Headword (normalized/stripped):
πιθηκος
IDX:
26161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26191
Key:
pi/qhkos

Data

{'content': 'πίθηκος\n πίθηκος (ῐ), Doric πίθᾱκος, ὁ,\n an ape, monkey, Ar.; as fem., πίθηκος μήτηρ Babr.:—of persons, an ape, jackanapes, Ar., Dem.\n deriv. uncertain', 'key': 'pi/qhkos'}