Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πιερικός
πίεσμα
πιήεις
πιθάκνη
πιθανολογέω
πιθανολογία
πιθανολόγος
πιθανός
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
πίθηκος
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθος
πίθων
πιθών
πικραίνω
πικρία
πικρίζω
πικρόγαμος
View word page
πιθηκισμός
πιθηκισμός πῐθηκισμός, οῦ, ὁ, a playing the ape, playing monkeyʼs tricks, Ar. from πίθηκος (ῐ)
ShortDef
a playing the ape, playing monkey's tricks
Debugging
Headword:
πιθηκισμός
Headword (normalized):
πιθηκισμός
Headword (normalized/stripped):
πιθηκισμος
IDX:
26160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26190
Key:
piqhkismo/s
Data
{'content': 'πιθηκισμός\n πῐθηκισμός, οῦ, ὁ,\n a playing the ape, playing monkeyʼs tricks, Ar.\n from πίθηκος (ῐ)', 'key': 'piqhkismo/s'}