Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πίασμα
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίηθεν
Πιερικός
πίεσμα
πιήεις
πιθάκνη
πιθανολογέω
πιθανολογία
πιθανολόγος
πιθανός
πιθανότης
πιθανόω
πιθηκισμός
View word page
Πιερικός
Πιερικός Πιερικός, ή, όν of Pieria, Hdt.

ShortDef

of Pieria

Debugging

Headword:
Πιερικός
Headword (normalized):
πιερικός
Headword (normalized/stripped):
πιερικος
IDX:
26150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26180
Key:
*pieriko/s

Data

{'content': 'Πιερικός\n Πιερικός, ή, όν\n of Pieria, Hdt.', 'key': '*pieriko/s'}