Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
ἀνδριστέος
ἀνδριστί
ἀνδροβόρος
ἀνδρόβουλος
View word page
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιέω from ἀνδριαντοποιός to make statues, Xen.
ShortDef
to make statues
Debugging
Headword:
ἀνδριαντοποιέω
Headword (normalized):
ἀνδριαντοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντοποιεω
IDX:
2617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2618
Key:
a)ndriantopoie/w
Data
{'content': 'ἀνδριαντοποιέω\n from ἀνδριαντοποιός\n to make statues, Xen.', 'key': 'a)ndriantopoie/w'}