Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πιαίνω
πιαλέος
πῖαρ
πίασμα
πίασμα
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίηθεν
Πιερικός
πίεσμα
πιήεις
πιθάκνη
πιθανολογέω
πιθανολογία
πιθανολόγος
View word page
πίειρα
πίειρα πί_ειρα, ἡ, fem. of πίων fat, rich, of land, Hom., Pind., etc.; δαὶς πίειρα a rich, plenteous meal, Il.; of wood, resinous, unctuous, Soph.

ShortDef

fat, rich

Debugging

Headword:
πίειρα
Headword (normalized):
πίειρα
Headword (normalized/stripped):
πιειρα
IDX:
26146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26176
Key:
pi/eira

Data

{'content': 'πίειρα\n πί_ειρα, ἡ,\n fem. of πίων\n fat, rich, of land, Hom., Pind., etc.; δαὶς πίειρα a rich, plenteous meal, Il.; of wood, resinous, unctuous, Soph.', 'key': 'pi/eira'}