Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πήρωσις
πηχυαῖος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαλέος
πῖαρ
πίασμα
πίασμα
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίηθεν
Πιερικός
πίεσμα
πιήεις
View word page
πιδακώδης
πιδακώδης πῑδᾰκ-ώδης, ες εἶδος full of springs, Plut.

ShortDef

full of springs

Debugging

Headword:
πιδακώδης
Headword (normalized):
πιδακώδης
Headword (normalized/stripped):
πιδακωδης
IDX:
26142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26172
Key:
pidakw/dhs

Data

{'content': 'πιδακώδης\n πῑδᾰκ-ώδης, ες\n εἶδος\n full of springs, Plut.', 'key': 'pidakw/dhs'}