Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πηρόω
πήρωσις
πηχυαῖος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαλέος
πῖαρ
πίασμα
πίασμα
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίηθεν
Πιερικός
πίεσμα
View word page
πιδακόεις
πιδακόεις πῑδᾰκόεις, εσσα, εν πῖδαξ gushing, Eur.
ShortDef
gushing
Debugging
Headword:
πιδακόεις
Headword (normalized):
πιδακόεις
Headword (normalized/stripped):
πιδακοεις
IDX:
26141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26171
Key:
pidako/eis
Data
{'content': 'πιδακόεις\n πῑδᾰκόεις, εσσα, εν\n πῖδαξ\n gushing, Eur.', 'key': 'pidako/eis'}