Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πηρός
πηρόω
πήρωσις
πηχυαῖος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαλέος
πῖαρ
πίασμα
πίασμα
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίηθεν
Πιερικός
View word page
πίασμα
πίασμα πίασμα, ατος, τό, Doric and late Attic for πίεσμα.
ShortDef
that which makes fat
pulpy mass after pressing; juice
Debugging
Headword:
πίασμα
Headword (normalized):
πίασμα
Headword (normalized/stripped):
πιασμα
IDX:
26140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26170
Key:
pi/asma2
Data
{'content': 'πίασμα\n πίασμα, ατος, τό,\n Doric and late Attic for πίεσμα.', 'key': 'pi/asma2'}