Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηρόδετος
πηρός
πηρόω
πήρωσις
πηχυαῖος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαλέος
πῖαρ
πίασμα
πίασμα
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίηθεν
View word page
πίασμα
πίασμα πίασμα, ατος, τό, πιαίνω that which makes fat, of a river, π. χθονί bringing fatness to the soil, Aesch.

ShortDef

that which makes fat
pulpy mass after pressing; juice

Debugging

Headword:
πίασμα
Headword (normalized):
πίασμα
Headword (normalized/stripped):
πιασμα
IDX:
26139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26169
Key:
pi/asma1

Data

{'content': 'πίασμα\n πίασμα, ατος, τό,\n πιαίνω\n that which makes fat, of a river, π. χθονί bringing fatness to the soil, Aesch.', 'key': 'pi/asma1'}