Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πήρα
πηρίδιον
πηρόδετος
πηρός
πηρόω
πήρωσις
πηχυαῖος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαλέος
πῖαρ
πίασμα
πίασμα
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πιερία
View word page
πιαλέος
πιαλέος πῑᾰλέος, η, ον, poetic for πίων, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πιαλέος
Headword (normalized):
πιαλέος
Headword (normalized/stripped):
πιαλεος
IDX:
26137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26167
Key:
piale/os
Data
{'content': 'πιαλέος\n πῑᾰλέος, η, ον,\n poetic for πίων, Anth.', 'key': 'piale/os'}