Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πῆξις
πηός
πῆ
πη
πήρα
πηρίδιον
πηρόδετος
View word page
πηνίζομαι
πηνίζομαι πηνίζομαι, πήνη Dep., to wind thread off a reel, Theocr.
ShortDef
to wind thread off a reel
Debugging
Headword:
πηνίζομαι
Headword (normalized):
πηνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πηνιζομαι
IDX:
26119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26149
Key:
phni/zomai
Data
{'content': 'πηνίζομαι\n πηνίζομαι,\n πήνη\n Dep., to wind thread off a reel, Theocr.', 'key': 'phni/zomai'}