Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πῆξις
πηός
πῆ
πη
πήρα
View word page
πηνέλοψ
πηνέλοψ πηνέλοψ, Aeolic and Doric πᾱν-, οπος, ὁ, a kind of duck with purple stripes, Ar.

ShortDef

duck

Debugging

Headword:
πηνέλοψ
Headword (normalized):
πηνέλοψ
Headword (normalized/stripped):
πηνελοψ
IDX:
26117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26147
Key:
phne/loy

Data

{'content': 'πηνέλοψ\n πηνέλοψ, Aeolic and Doric πᾱν-, οπος, ὁ,\n a kind of duck with purple stripes, Ar.', 'key': 'phne/loy'}