Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πῆξις
πηός
πῆ
View word page
πημοσύνη
πημοσύνη πημοσύνη, ἡ, = πημονή, πῆμα, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πημοσύνη
Headword (normalized):
πημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πημοσυνη
IDX:
26115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26145
Key:
phmosu/nh

Data

{'content': 'πημοσύνη\n πημοσύνη, ἡ,\n = πημονή, πῆμα, Aesch.', 'key': 'phmosu/nh'}