Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πῆξις
πηός
View word page
πημονή
πημονή πημονή, ἡ, πήμων = πῆμα, Trag.

ShortDef

suffering, misery, calamity, woe, bane

Debugging

Headword:
πημονή
Headword (normalized):
πημονή
Headword (normalized/stripped):
πημονη
IDX:
26114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26144
Key:
phmonh/

Data

{'content': 'πημονή\n πημονή, ἡ,\n πήμων\n = πῆμα, Trag.', 'key': 'phmonh/'}