Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
View word page
πημαντέος
πημαντέος from πημαίνω πημαντέος, η, ον, verb. adj. to be injured, Theogn.
ShortDef
to be injured
Debugging
Headword:
πημαντέος
Headword (normalized):
πημαντέος
Headword (normalized/stripped):
πημαντεος
IDX:
26112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26142
Key:
phmante/os
Data
{'content': 'πημαντέος\n from πημαίνω\n πημαντέος, η, ον,\n verb. adj.\n to be injured, Theogn.', 'key': 'phmante/os'}