Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνίζομαι
πηνίκα
View word page
πηλώδης
πηλώδης πηλ-ώδης, ες εἶδος like clay, clayey, muddy, of places, Thuc.; of persons, Plat.

ShortDef

like clay, clayey, muddy

Debugging

Headword:
πηλώδης
Headword (normalized):
πηλώδης
Headword (normalized/stripped):
πηλωδης
IDX:
26110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26140
Key:
phlw/dhs

Data

{'content': 'πηλώδης\n πηλ-ώδης, ες\n εἶδος\n like clay, clayey, muddy, of places, Thuc.; of persons, Plat.', 'key': 'phlw/dhs'}