Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
View word page
ἀνδρειφόντης
ἀνδρειφόντης ἀνήρ, Φένω man-slaying, Il.

ShortDef

man-slaying

Debugging

Headword:
ἀνδρειφόντης
Headword (normalized):
ἀνδρειφόντης
Headword (normalized/stripped):
ανδρειφοντης
IDX:
2613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2614
Key:
a)ndreifo/nths

Data

{'content': 'ἀνδρειφόντης\n ἀνήρ, Φένω\n man-slaying, Il.', 'key': 'a)ndreifo/nths'}