Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
View word page
πηλοφόρος
πηλοφόρος πηλο-φόρος, ον, φέρω carrying clay.
ShortDef
carrying clay
Debugging
Headword:
πηλοφόρος
Headword (normalized):
πηλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πηλοφορος
IDX:
26108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26138
Key:
phlofo/ros
Data
{'content': 'πηλοφόρος\n πηλο-φόρος, ον,\n φέρω\n carrying clay.', 'key': 'phlofo/ros'}