Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
View word page
πηλοφορέω
πηλοφορέω πηλοφορέω, fut. -ήσω to carry clay, Ar. from πηλοφόρος
ShortDef
to carry clay
Debugging
Headword:
πηλοφορέω
Headword (normalized):
πηλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πηλοφορεω
IDX:
26107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26137
Key:
phlofore/w
Data
{'content': 'πηλοφορέω\n πηλοφορέω,\n fut. -ήσω\n to carry clay, Ar.\n from πηλοφόρος', 'key': 'phlofore/w'}