Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
πημονή
πημοσύνη
View word page
πηλουργός
πηλουργός πηλ-ουργός, όν ἔργω a worker in clay, Luc.

ShortDef

a worker in clay

Debugging

Headword:
πηλουργός
Headword (normalized):
πηλουργός
Headword (normalized/stripped):
πηλουργος
IDX:
26105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26135
Key:
phlourgo/s

Data

{'content': 'πηλουργός\n πηλ-ουργός, όν\n ἔργω\n a worker in clay, Luc.', 'key': 'phlourgo/s'}