Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
πῆμα
View word page
πηλοπλάθος
πηλοπλάθος πηλο-πλάθος (ᾰ), ὁ, πλάσσω a potter, Luc.

ShortDef

a potter

Debugging

Headword:
πηλοπλάθος
Headword (normalized):
πηλοπλάθος
Headword (normalized/stripped):
πηλοπλαθος
IDX:
26103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26133
Key:
phlopla/qos

Data

{'content': 'πηλοπλάθος\n πηλο-πλάθος (ᾰ), ὁ,\n πλάσσω\n a potter, Luc.', 'key': 'phlopla/qos'}