Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
πημαντέος
View word page
πηλόομαι
πηλόομαι πηλόομαι, Pass. to wallow in mire, Luc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πηλόομαι
Headword (normalized):
πηλόομαι
Headword (normalized/stripped):
πηλοομαι
IDX:
26102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26132
Key:
phlo/omai
Data
{'content': 'πηλόομαι\n πηλόομαι,\n Pass. to wallow in mire, Luc.', 'key': 'phlo/omai'}