Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
πημαίνω
View word page
πηλόδομος
πηλόδομος πηλό-δομος, ον, δέμω clay-built, τοῖχοι Anth.

ShortDef

clay-built

Debugging

Headword:
πηλόδομος
Headword (normalized):
πηλόδομος
Headword (normalized/stripped):
πηλοδομος
IDX:
26101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26131
Key:
phlo/domos

Data

{'content': 'πηλόδομος\n πηλό-δομος, ον,\n δέμω\n clay-built, τοῖχοι Anth.', 'key': 'phlo/domos'}