πηλοδομέω
πηλοδομέω
πηλοδομέω,
fut. -ήσω
to build of clay, Anth.
from πηλόδομος
{
"content": "πηλοδομέω\n πηλοδομέω,\n fut. -ήσω\n to build of clay, Anth.\n from πηλόδομος",
"key": "phlodome/w"
}