Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλώδης
View word page
πηλοδομέω
πηλοδομέω πηλοδομέω, fut. -ήσω to build of clay, Anth. from πηλόδομος

ShortDef

to build of clay

Debugging

Headword:
πηλοδομέω
Headword (normalized):
πηλοδομέω
Headword (normalized/stripped):
πηλοδομεω
IDX:
26100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26130
Key:
phlodome/w

Data

{'content': 'πηλοδομέω\n πηλοδομέω,\n fut. -ήσω\n to build of clay, Anth.\n from πηλόδομος', 'key': 'phlodome/w'}