Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
View word page
ἀνδρειότης
ἀνδρειότης = ἀνδρεία, Xen.
ShortDef
bravery
Debugging
Headword:
ἀνδρειότης
Headword (normalized):
ἀνδρειότης
Headword (normalized/stripped):
ανδρειοτης
IDX:
2612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2613
Key:
a)ndreio/ths
Data
{'content': 'ἀνδρειότης\n = ἀνδρεία, Xen.', 'key': 'a)ndreio/ths'}