Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
πηλουργός
πηλούσιον
πηλοφορέω
View word page
Πήλιον
Πήλιον Πήλιον, Doric Πάλιον, ου, τό, Pelion, a mountain in Thessaly, Hom., Hes., Pind., etc.

ShortDef

Pelion

Debugging

Headword:
Πήλιον
Headword (normalized):
πήλιον
Headword (normalized/stripped):
πηλιον
IDX:
26097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26127
Key:
*ph/lion

Data

{'content': 'Πήλιον\n Πήλιον, Doric Πάλιον, ου, τό,\n Pelion, a mountain in Thessaly, Hom., Hes., Pind., etc.', 'key': '*ph/lion'}