Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
πηλός
View word page
Πηλιακός
Πηλιακός Πηλιᾰκός, ή, όν Πήλιον Pelian, of or from Mount Pelion, Anth.:—fem. Πηλιάς, άδος, Il.

ShortDef

Pelian, of or from Mount Pelion

Debugging

Headword:
Πηλιακός
Headword (normalized):
πηλιακός
Headword (normalized/stripped):
πηλιακος
IDX:
26094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26124
Key:
*phliako/s

Data

{'content': 'Πηλιακός\n Πηλιᾰκός, ή, όν\n Πήλιον\n Pelian, of or from Mount Pelion, Anth.:—fem. Πηλιάς, άδος, Il.', 'key': '*phliako/s'}