Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλόομαι
πηλοπλάθος
View word page
πήληξ
πήληξ πήληξ, ηκος, ἡ, πῆλαι a helmet, casque, Il., Ar.

ShortDef

a helmet, casque

Debugging

Headword:
πήληξ
Headword (normalized):
πήληξ
Headword (normalized/stripped):
πηληξ
IDX:
26093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26123
Key:
ph/lhc

Data

{'content': 'πήληξ\n πήληξ, ηκος, ἡ,\n πῆλαι\n a helmet, casque, Il., Ar.', 'key': 'ph/lhc'}