Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλοδομέω
View word page
πηκτός
πηκτός πηκτός, ή, όν πήγνυμι stuck in, fixed, Soph. well put together, constructed, built, of wood-work, Hom., Hes.; τὰ πακτὰ τῶν δωμάτων the barriers of the house, Eur. ap. Ar. congealed, curdled, γάλα Eur.
ShortDef
stuck in, fixed
Debugging
Headword:
πηκτός
Headword (normalized):
πηκτός
Headword (normalized/stripped):
πηκτος
IDX:
26090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26120
Key:
phkto/s
Data
{'content': 'πηκτός\n πηκτός, ή, όν\n πήγνυμι\n stuck in, fixed, Soph.\n well put together, constructed, built, of wood-work, Hom., Hes.; τὰ πακτὰ τῶν δωμάτων the barriers of the house, Eur. ap. Ar.\n congealed, curdled, γάλα Eur.', 'key': 'phkto/s'}