Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
View word page
ἀνδρεῖος
ἀνδρεῖος ἀνήρ Comp. and Superl. ἀνδρειότερος, -οτατος. of or for a man, Aesch., etc.; for αὐλοὶ ἀνδρεῖοι, v. αὐλός. manly, masculine, Hdt., Attic; in bad sense, stubborn, Luc.:—neut. τὸ ἀνδρεῖον, by crasis τἀνδρεῖον, ἀνδρεία, Eur., Thuc. of things, strong, vigorous, Ar.

ShortDef

of or for a man; courageous

Debugging

Headword:
ἀνδρεῖος
Headword (normalized):
ἀνδρεῖος
Headword (normalized/stripped):
ανδρειος
IDX:
2611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2612
Key:
a)ndrei=os

Data

{'content': 'ἀνδρεῖος\n ἀνήρ\n Comp. and Superl. ἀνδρειότερος, -οτατος.\n of or for a man, Aesch., etc.; for αὐλοὶ ἀνδρεῖοι, v. αὐλός.\n manly, masculine, Hdt., Attic; in bad sense, stubborn, Luc.:—neut. τὸ ἀνδρεῖον, by crasis τἀνδρεῖον, ἀνδρεία, Eur., Thuc.\n of things, strong, vigorous, Ar.', 'key': 'a)ndrei=os'}