Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
View word page
πηκτή
πηκτή πηκτός a net or cage set to catch birds, Ar. cream-cheese, Theocr.
ShortDef
a net
Debugging
Headword:
πηκτή
Headword (normalized):
πηκτή
Headword (normalized/stripped):
πηκτη
IDX:
26088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26118
Key:
phkth/
Data
{'content': 'πηκτή\n πηκτός\n a net or cage set to catch birds, Ar.\n cream-cheese, Theocr.', 'key': 'phkth/'}