Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
Πήλιον
View word page
πηδός
πηδός .πηδός, οῦ, or πηδόν, οῦ, the blade of an oar, and generally an oar, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od.

ShortDef

tree whose timber was used for axles

Debugging

Headword:
πηδός
Headword (normalized):
πηδός
Headword (normalized/stripped):
πηδος
IDX:
26087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26117
Key:
phdo/s

Data

{'content': 'πηδός\n .πηδός, οῦ, or πηδόν, οῦ,\n the blade of an oar, and generally an oar, ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od.', 'key': 'phdo/s'}