Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
πήλινος
View word page
πηδητικός
πηδητικός πηδητικός, ή, όν from πηδάω springing, Arist., Luc.

ShortDef

springing

Debugging

Headword:
πηδητικός
Headword (normalized):
πηδητικός
Headword (normalized/stripped):
πηδητικος
IDX:
26086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26116
Key:
phdhtiko/s

Data

{'content': 'πηδητικός\n πηδητικός, ή, όν\n from πηδάω\n springing, Arist., Luc.', 'key': 'phdhtiko/s'}