Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
πηλίκος
View word page
πήδησις
πήδησις πήδησις, εως, from πηδάω a leaping, Plut.
ShortDef
a leaping
Debugging
Headword:
πήδησις
Headword (normalized):
πήδησις
Headword (normalized/stripped):
πηδησις
IDX:
26085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26115
Key:
ph/dhsis
Data
{'content': 'πήδησις\n πήδησις, εως,\n from πηδάω\n a leaping, Plut.', 'key': 'ph/dhsis'}