Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
Πηλεύς
πήληξ
Πηλιακός
View word page
πήδημα
πήδημα πήδημα, ατος, τό, from πηδάω a leap, bound, Trag. a beating or throbbing of the heart, τὸ μέλλον καρδία πήδημʼ ἔχει, i. e. beats with fearful presage, Eur.

ShortDef

a leap, bound

Debugging

Headword:
πήδημα
Headword (normalized):
πήδημα
Headword (normalized/stripped):
πηδημα
IDX:
26084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26114
Key:
ph/dhma

Data

{'content': 'πήδημα\n πήδημα, ατος, τό,\n from πηδάω\n a leap, bound, Trag.\n a beating or throbbing of the heart, τὸ μέλλον καρδία πήδημʼ ἔχει, i. e. beats with fearful presage, Eur.', 'key': 'ph/dhma'}