Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
πηδός
πηκτή
πηκτίς
πηκτός
Πηλειωνάδε
View word page
πηγυλίς
πηγυλίς πηγῠλίς, ίδος, πήγνυμι III frozen, icy-cold, Od.; as Subst., = παγετός, πάχνη, Anth.

ShortDef

frozen, icy-cold

Debugging

Headword:
πηγυλίς
Headword (normalized):
πηγυλίς
Headword (normalized/stripped):
πηγυλις
IDX:
26081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26111
Key:
phguli/s

Data

{'content': 'πηγυλίς\n πηγῠλίς, ίδος,\n πήγνυμι III\n frozen, icy-cold, Od.; as Subst., = παγετός, πάχνη, Anth.', 'key': 'phguli/s'}