Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
πηδητικός
View word page
πηγεσίμαλλος
πηγεσίμαλλος πηγεσί-μαλλος, ον, thick-fleeced, ἀρνειός Il.

ShortDef

thick-fleeced

Debugging

Headword:
πηγεσίμαλλος
Headword (normalized):
πηγεσίμαλλος
Headword (normalized/stripped):
πηγεσιμαλλος
IDX:
26076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26106
Key:
phgesi/mallos

Data

{'content': 'πηγεσίμαλλος\n πηγεσί-μαλλος, ον,\n thick-fleeced, ἀρνειός Il.', 'key': 'phgesi/mallos'}