Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδάω
πήδημα
πήδησις
View word page
πηγάς
πηγάς πηγάς, άδος, πήγνυμι III anything congealed, hoarfrost, rime, Hes.
ShortDef
anything congealed, hoarfrost, rime
Debugging
Headword:
πηγάς
Headword (normalized):
πηγάς
Headword (normalized/stripped):
πηγας
IDX:
26075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26105
Key:
phga/s
Data
{'content': 'πηγάς\n πηγάς, άδος,\n πήγνυμι III\n anything congealed, hoarfrost, rime, Hes.', 'key': 'phga/s'}