Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
πηγός
πηγυλίς
View word page
πηγαῖος
πηγαῖος πηγαῖος, α, ον πηγή of or from a well, π. ῥέος spring-water, Aesch.; π. ἄχθος a weight of water, Eur.; π. κόραι water Nymphs, Eur.
ShortDef
of or from a spring, well
Debugging
Headword:
πηγαῖος
Headword (normalized):
πηγαῖος
Headword (normalized/stripped):
πηγαιος
IDX:
26071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26101
Key:
phgai=os
Data
{'content': 'πηγαῖος\n πηγαῖος, α, ον\n πηγή\n of or from a well, π. ῥέος spring-water, Aesch.; π. ἄχθος a weight of water, Eur.; π. κόραι water Nymphs, Eur.', 'key': 'phgai=os'}