Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδραποδίζω
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
View word page
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελον ἀνήρ, εἴκελος an image of a man, Plat. a flesh-coloured pigment, Plat.
ShortDef
an image of a man
Debugging
Headword:
ἀνδρείκελον
Headword (normalized):
ἀνδρείκελον
Headword (normalized/stripped):
ανδρεικελον
IDX:
2609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2610
Key:
a)ndrei/kelon
Data
{'content': 'ἀνδρείκελον\n ἀνήρ, εἴκελος\n an image of a man, Plat.\n a flesh-coloured pigment, Plat.', 'key': 'a)ndrei/kelon'}