Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
πήγνυμι
View word page
πεφυλαγμένως
πεφυλαγμένως adverb from perf. pass. part. of φυλάσσω cautiously, Xen., Dem. safely, Xen.
ShortDef
cautiously
Debugging
Headword:
πεφυλαγμένως
Headword (normalized):
πεφυλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφυλαγμενως
IDX:
26069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26099
Key:
pefulagme/nws
Data
{'content': 'πεφυλαγμένως\n adverb from perf. pass. part. of φυλάσσω\n cautiously, Xen., Dem.\n safely, Xen.', 'key': 'pefulagme/nws'}