Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
πῆγμα
View word page
πεφυκότως
πεφυκότως adverb of πέφυκα naturally, Arist.
ShortDef
naturally
Debugging
Headword:
πεφυκότως
Headword (normalized):
πεφυκότως
Headword (normalized/stripped):
πεφυκοτως
IDX:
26068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26098
Key:
pefuko/tws
Data
{'content': 'πεφυκότως\n adverb of πέφυκα\n naturally, Arist.', 'key': 'pefuko/tws'}