Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
πηγή
View word page
πεφροντισμένως
πεφροντισμένως adverb from perf. pass. part. of φροντίζω carefully, Strab.
ShortDef
carefully
Debugging
Headword:
πεφροντισμένως
Headword (normalized):
πεφροντισμένως
Headword (normalized/stripped):
πεφροντισμενως
IDX:
26067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26097
Key:
pefrontisme/nws
Data
{'content': 'πεφροντισμένως\n adverb from perf. pass. part. of φροντίζω\n carefully, Strab.', 'key': 'pefrontisme/nws'}