Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
πηγάς
πηγεσίμαλλος
View word page
πεφοβημένως
πεφοβημένως adverb from perf. pass. part. of φοβέω timorously, Xen.
ShortDef
timorously
Debugging
Headword:
πεφοβημένως
Headword (normalized):
πεφοβημένως
Headword (normalized/stripped):
πεφοβημενως
IDX:
26066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26096
Key:
pefobhme/nws
Data
{'content': 'πεφοβημένως\n adverb from perf. pass. part. of φοβέω\n timorously, Xen.', 'key': 'pefobhme/nws'}