Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
Πηγασίς
Πήγασος
View word page
πεύκινος
πεύκινος πεύκινος, η, ον πεύκη of or from pine or pine-wood, Soph.; π. δάκρυα tears of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, Eur.
ShortDef
of, from, or made of pine or pine wood
Debugging
Headword:
πεύκινος
Headword (normalized):
πεύκινος
Headword (normalized/stripped):
πευκινος
IDX:
26064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26094
Key:
peu/kinos
Data
{'content': 'πεύκινος\n πεύκινος, η, ον\n πεύκη\n of or from pine or pine-wood, Soph.; π. δάκρυα tears of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, Eur.', 'key': 'peu/kinos'}