Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
πήγανον
View word page
πευκήεις
πευκήεις from πεύκη πευκήεις, Doric πευκάεις, εσσα, εν of pine or pine-wood, Eur.; πευκάενθʼ Ἥφαιστον the fire of pine-torches, Soph. metaph. sharp, piercing, Aesch.

ShortDef

of pine

Debugging

Headword:
πευκήεις
Headword (normalized):
πευκήεις
Headword (normalized/stripped):
πευκηεις
IDX:
26062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26092
Key:
peukh/eis

Data

{'content': 'πευκήεις\n from πεύκη\n πευκήεις, Doric πευκάεις, εσσα, εν\n of pine or pine-wood, Eur.; πευκάενθʼ Ἥφαιστον the fire of pine-torches, Soph.\n metaph. sharp, piercing, Aesch.', 'key': 'peukh/eis'}